- Σινώπης
- Σινώπηan inhabitant thereoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τραπεζούντα — (Τραμπζόν τουρκ.). Πόλη (περίπου 155.960 κάτ.) της ασιατικής Τουρκίας, στους πρόποδες των δασωδών ορέων του Πόντου. Την ίδρυσαν Έλληνες κάτοικοι της Σινώπης στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Η αρχαία ελληνική πόλη ήταν χτισμένη σε ένα οροπέδιο… … Dictionary of Greek
Marcion of Sinope — (Greek: Μαρκίων[1] Σινώπης, ca. 85 160) was a bishop in early Christianity.[2] His theology, which rejected the deity described in the Jewish Scriptures as inferior or subjugated to the God proclaimed in the Christian gospel, was denounced by the … Wikipedia
November 1 (Eastern Orthodox liturgics) — Oct. 31 Eastern Orthodox Church calendar Nov. 2 All fixed commemorations below celebrated on Nov. 14 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other Commemorations 2 Notes 3 … Wikipedia
Диоген — У этого термина существуют и другие значения, см. Диоген (значения). Диоген Синопский др. греч. Διογένης ὁ Σινωπεύς … Википедия
Diógenes de Sinope — (en griego Διογένης της Σινώπης) (Sinope, ca. 412 adC – Corinto, 323 adC), también llamado Diógenes el cínico fue un filósofo griego, de la escuela cínica. No legó a la posteridad ningún escrito; la fuente más completa de la que se dispone acerca … Enciclopedia Universal
Афинагор (Пекстадт) — Епископ Афинагор Επίσκοπος Αθηναγόρας Епископ Синопский, викарий Бельгийской митрополии c 22 июня 2003 года … Википедия
Σινωπεύς — έως, ὁ, Α [Σινώπη] ο κάτοικος τής Σινώπης τού Εύξεινου Πόντου … Dictionary of Greek
Σινώπη — I Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, κόρη του ποταμού Ασωπού, επώνυμη ηρωίδα της πόλης Σινώπης. Την άρπαξε ο Απόλλωνας και την οδήγησε στη Μικρά Ασία. Είχε μαζί της ένα γιο, το Σύρο, επώνυμο ήρωα των Σύρων. Μια άλλη εκδοχή θέλει τη Σ. κόρη… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
σινωπίς — ίδος, ἡ, Α 1. η περιοχή τής Σινώπης 2. η σινωπική*, ως χρωστική ουσία 3. ονομασία φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σινώπη + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Παρνασσ ίς)] … Dictionary of Greek